αερίζω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω)
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό
2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον
3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου
4. (απροσ.) αερίζει
φυσά ελαφρά, δροσίζει
ΙΙ. μέσ.
1. δροσίζομαι στο ύπαιθρο, παίρνω τον αέρα μου
2. αφήνω πορδές, πέρδομαι
αρχ.
μοιάζω με τον αέρα και επομένως: 1. είμαι λεπτός σαν τον αέρα, αέρινος
2. είμαι γκρίζος ή γαλάζιος σαν τον αέρα, αερόχρωμος, γλαυκός
3. (για τους πυγμάχους) βαδίζω στον αέρα, πετώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀήρ, ἀέρος.
ΠΑΡ. νεοελ. αέρισμα, αεριστήρας, αεριστήρι, αεριστήριος, αεριστής, αερίστρα].