αερίστρα

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

η αερίζω
1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα του αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων
2. βεντάλια, αεριστήρι.