αθέρμαντος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
και -αστος, -η, -ο (Α ἀθέρμαντος, -ον) θερμαίνω
αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν μπορεί να θερμανθεί
αρχ.
«ἀθέρμαντος ἐστία» — η φράση υπονοεί είτε εστία που δεν θερμάνθηκε, είτε μτφ. οικογένεια που δεν εξάπτεται από φιλονικίες και πάθη.