αιγοπίθηκος
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Greek Monolingual
αἰγοπίθηκος, ο (Μ)
πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + πίθηκος.
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
αἰγοπίθηκος, ο (Μ)
πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + πίθηκος.