αἰγοπίθηκος

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰγοπίθηκος: ὁ, εἶδος πιθήκου ἔχοντος μορφὴν αἰγός, Φιλοστόργ. Ἱστ. Ἐκκλ. 3. 11· - εἶδος πιθήκων φερόντων τράγου γένειον κατὰ τὸν Κυβιέρον.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mono-cabra especie de mono, Philost.HE 3.11.