αιγοπίθηκος
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
αἰγοπίθηκος, ο (Μ)
πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ-γὸς + πίθηκος.