αιγοπίθηκος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

αἰγοπίθηκος, ο (Μ)
πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ-γὸς + πίθηκος.