διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
ἐρυσμός, ὁ (Α) [[[ερύω]] (II)]1. μέσο προστασίας από τη μαγεία2. λάχανο του οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες.