ερυσμός

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

ἐρυσμός, ὁ (Α) [[[ερύω]] (II)]
1. μέσο προστασίας από τη μαγεία
2. λάχανο του οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες.