αισθητής
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
Greek Monolingual
ο (Α αἰσθητής)
1. (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι
2. (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία, εραστής του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)
3. στη Νεοελληνική η λέξη δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. που χρησιμοποιεί ο Πλάτων < αἰσθάνομαι. Στον Καβάφη και στη γενικότερη χρήση της στη Νεοελληνική αποτελεί πιθανώς απόδοση του γαλλ. esthete, ο «εστέτ», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. αἰσθητής
εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο της Ν. Ελληνικής].