μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
αἱρεσιομάχος, -ον (Α)αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].