ακαιρολογώ
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Greek Monolingual
(Μ ἀκαιρολογῶ, -έω) ἀκαιρολόγος
μιλώ σε ακατάλληλες περιστάσεις φλυαρώ, μωρολογώ.
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(Μ ἀκαιρολογῶ, -έω) ἀκαιρολόγος
μιλώ σε ακατάλληλες περιστάσεις φλυαρώ, μωρολογώ.