ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
αἰολόστομος, -ον (Α)(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + στόμα.