ηλίανθος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα, κν. ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. helianthus < heli- (πρβλ. ήλιο-) + -anthus (πρβλ. άνθος)].