ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example
-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].