Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἰθύφρων, -ον (Α)δίκαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -φρων (< φρην, φρενός, η), πρβλ. μεγαλό-φρων, ομό-φρων].