ιστοριογραφικός
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἱστοριογραφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστοριογραφία ή στον ιστοριογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοριογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό)].