ιστοριογραφικός

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἱστοριογραφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστοριογραφία ή στον ιστοριογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοριογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό)].