ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
-η, -οαυτός που έχει ίσες γραμμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό-γραμμος, μονό-γραμμος].