καλοκαρδίζω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

καλοκαρδίζω) καλόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο
2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, -η, -ο(ν)
χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος
νεοελλ.
(με ειρωνική διάθ. για δυσάρεστα συμβάντα) κακοκαρδίζω («ἔμαθα τα μαντάτα πρωί-πρωί και καλοκάρδισα»).