καλαθοποιία
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Greek Monolingual
η καλαθοποιός
η τέχνη της κατασκευής καλαθιών και γενικά διαφόρων πλεκτών επίπλων από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμι ή χόρτο.