θεθμός

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

θεθμός: ὁ, (τεθμὸς) Ἐπιγρ. Τεγέας, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 410.

Greek Monolingual

θεθμός, ό (Α)
δωρ. τ. του θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός με αφομοίωση].