δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
θεθμός: ὁ, (τεθμὸς) Ἐπιγρ. Τεγέας, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 410.
θεθμός, ό (Α)δωρ. τ. του θεσμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός με αφομοίωση].