μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ων (τά) :c. Διπόλεια.
Διπόλια και Διπόλεια και Διιπόλια και Διπολίεια, τα (Α)γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Διός Πολιέως.