Διπόλια

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. Διπόλεια.

Greek Monolingual

Διπόλια και Διπόλεια και Διιπόλια και Διπολίεια, τα (Α)
γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Διός Πολιέως.