καταμεσήμερο

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

το
1. η στιγμή του μεσημεριού, η ακμή της μεσημβρίας
2. (ως επίρρ.) καταμεσήμερο
καταμεσήμερα.