καταμεσήμερο

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

το
1. η στιγμή του μεσημεριού, η ακμή της μεσημβρίας
2. (ως επίρρ.) καταμεσήμερο
καταμεσήμερα.