καρβουναρειό
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
το καρβουνάρης
1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη
2. τόπος όπου παράγονται κάρβουνα.