καρβουναρειό
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
το καρβουνάρης
1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη
2. τόπος όπου παράγονται κάρβουνα.