ειλέω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(I)
εἰλέω (Α)
βλ. είλω.———————— (II)
εἰλέω (Α)
αποκλείω, εμποδίζω.———————— (III)
εἰλέω (AM)
ξεραίνω, στεγνώνω στον ήλιο.