Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
εὔθυρσος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευθύ θύρσο («νάρθηκά τε... εὔθυρσον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + θύρσος «ραβδί τυλιγμένο με κισσό και κληματόφυλλα»].