βαθμοφόρος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
ο
όποιος έχει κάποιο στρατιωτικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δημήτρ. Πανταζή].