Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
-έςαυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + -βριθής < βρίθω.