ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
οκεφαλόδεσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»].