ορθωτήρας
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
ο (Α ὀρθωτήρ, -ῆρος)
νεοελλ.
1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι
2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» — μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχες
αρχ.
αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρωτήρ)].