κεράδικο
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
το κεράς (II)]
1. εργαστήριο κατασκευής κεριών
2. κατάστημα πώλησης κεριών.