κεγχριδίας
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
German (Pape)
[Seite 1410] ὁ, = Vorigem b, Diosc.
Greek Monolingual
κεγχριδίας, ὁ (Α)
ο κεγχρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού τών κεγχρίς, -ίδος + κεγχρίας.