Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
καίω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκαψα του καίω (κατά το σχήμα έραψα: ράφτω, έσκαψα: σκάφτω].