κεφαλοκλείδωμα
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
το
(κατά την πάλη) λαβή της κεφαλής του αντιπάλου με την κλείδωση του αγκώνα, με σκοπό την ακινητοποίηση της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλείδωμα (< κλειδώνω)].