κλείδωση

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

η (AM κλείδωσις) κλειδώ
το κλείδωμα
νεοελλ.
σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τους
νεοελλ.-μσν.
η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση του χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο»).