ακινητοποίηση
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
η ακινητοποιώ
το να καθιστά κανείς κάποιον ή κάτι ακίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακινητοποιώ
η λ. ως όρος ιατρικός, οικονομικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilization].