ενήμερος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο γνώστης τών καθημερινών συμβάντων, αυτός που γνωρίζει καλά όσα αφορούν σε μιαν υπόθεση, γνώστηςείναι πάντα ενήμερος», «είμαστε ενήμεροι της καταστάσεως»)
2. (λογιστ.) «ενήμερος λογαριασμός» — ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί όλες οι πράξεις ή μεταβολές που έγιναν
3. φρ. «ενήμερος στις πληρωμές του» — αυτός που καταβάλλει εμπρόθεσμα και έγκαιρα τις οφειλές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ημέρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].