ασύνδετος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύνδετος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει συνδεθεί
2. σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή έννοιες παρατάσσονται χωρίς να συνδέονται με συνδετικά μόρια ή διαζευκτικούς συνδέσμους
νεοελλ.
αυτός του οποίου έχει διακοπεί η επικοινωνία με άλλους
αρχ.
ανεξάρτητος, αυτοτελής.