κοτυλίσκη
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
Greek Monolingual
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδ-ίσκη, φιαλ-ίσκη)].