ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
το (Μ λείψιμον)έλλειψημσν.ψεγάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + κατάλ. -ιμο].