κρυστάλλι
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
το (Α κρυστάλλιον)
κρύσταλλο
νεοελλ.
κρυστάλλινο αγγείο
μσν.
πάγος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος.