κρυστάλλι

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

το (Α κρυστάλλιον)
κρύσταλλο
νεοελλ.
κρυστάλλινο αγγείο
μσν.
πάγος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος.