γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
κρομμυδίτσιν και κρομμυδίτζιν, τὸ (Μ)μικρό κρεμμύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρομμύδιν + μσν. υποκορ. κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κουλλουρ-ίτσιν, κρασ-ίτσιν)].