ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
[Seite 16] τό, u. λαρνάκιον, τό, dim. zu λάρναξ, Sp.
λαρνακίδιον, τὸ (ΑM) λάρναξμικρή λάρνακα.