λαρνακίδιον

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

German (Pape)

[Seite 16] τό, u. λαρνάκιον, τό, dim. zu λάρναξ, Sp.

Greek Monolingual

λαρνακίδιον, τὸ (ΑM) λάρναξ
μικρή λάρνακα.