αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
[Seite 16] τό, u. λαρνάκιον, τό, dim. zu λάρναξ, Sp.
λαρνακίδιον, τὸ (ΑM) λάρναξμικρή λάρνακα.