κτισματουργός
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
κτισματουργός, ὁ (Μ)
ο δημιουργός τών κτισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, θαυματ-ουργός].