ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
και λεονταρήσιος, -α, -ο λιοντάρι1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.