λιονταρήσιος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

και λεονταρήσιος, -α, -ο λιοντάρι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι
2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.