μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
και λεονταρήσιος, -α, -ο λιοντάρι1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.